- λημώ
- (Α λημῶ, -άω) [λήμη]έχω λήμες, τσίμπλες στα μάτιααρχ.(κυριολ. και μτφ.) είμαι μισότυφλος από τις τσίμπλες, είμαι μύωπας, είμαι κοντόφθαλμος (α. «εἰ μὴ λημᾷς κολοκύνταις» — αν δεν έχεις τσίμπλες σαν κολοκύθες, Αριστοφ.β. «λημῶ Κρονικαῑς λήμαις» — είμαι κοντόφθαλμος, τυφλωμένος λόγω τών παλαιών προλήψεων, Αριστοφ.).
Dictionary of Greek. 2013.